Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η αγρότισσα

См. также в других словарях:

  • -ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Όλγα — I (895 – 968). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν σύζυγος του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου Ιγκόρ. Απλή αγρότισσα, γοήτευσε τον Ιγκόρ, που τη συνάντησε σε ένα κυνήγι του και την παντρεύτηκε. Μετά τη δολοφονία του συζύγου της (945) ανέλαβε την… …   Dictionary of Greek

  • Τάσσος, Αλεβίζος Αναστάσιος — (Μεσσηνία 1914 – Αθήνα 1985). Χαράκτης. Ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής χαρακτικής. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και εργάστηκε κοντά σε γνωστούς ζωγράφους και γλύπτες. Για πολλά χρόνια εικονογραφούσε τα κείμενα της …   Dictionary of Greek

  • αγρότης — ο θηλ. αγρότισσα αυτός που ζει στους αγρούς και ασχολείται μ αυτούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»